ελαιακόνη

ελαιακόνη
η оселок, смазанный оливковым маслом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ελαιακόνη" в других словарях:

  • ελαιακόνη — η (Μ ἐλαιακόνη) ακόνη που για να χρησιμοποιηθεί αλείφεται με λάδι …   Dictionary of Greek

  • ἐλαιακόνης — ἐλαιακόνη whetstone used with oil fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • λαδάκονο — το ακόνι που αλείφεται με λάδι όταν χρησιμοποιείται, η ελαιακόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάδι + ακόνι] …   Dictionary of Greek

  • λιακόνι — το ακόνι αλειμμένο με λάδι, το λαδάκονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ἐλιάκονον < ἐλαιακόνη < ἔλαιον + ἀκόνη με αποβολή τού αρκτικού ε και συνίζηση] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»